κτιδεος

κτιδεος
    κτίδεος
    3
    (ῐ) [ἴκτις] меховой
    

(κυνέη Hom.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "κτιδεος" в других словарях:

  • κτίδεος — κτίδεος, έη, ον (Α) αυτός που έχει κατασκευαστεί από δέρμα τού ζώου ίκτις*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ἴκτις] …   Dictionary of Greek

  • κτιδέη — κτίδεος of a marten fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτιδέην — κτίδεος of a marten fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτιδέα — κτιδέᾱ , κτίδεος of a marten fem nom/voc/acc dual κτιδέᾱ , κτίδεος of a marten fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτιδέας — κτιδέᾱς , κτίδεος of a marten fem acc pl κτιδέᾱς , κτίδεος of a marten fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίκτις — ἴκτις, ιδος, ἡ (Α) το κουνάβι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ., η λ. συνδέεται πιθ. με τον τ. ἴκτερος*. Από τη λ. ἴκτις, ἵδος σχηματίστηκε τ. κτίδεος, με σίγηση τού αρκτικού ι , που μαρτυρείται στην Ιλιάδα ως: κτιδέη κυνέη «περικεφαλαία από δέρμα… …   Dictionary of Greek

  • κτιδέαν — κτιδέᾱν , κτίδεος of a marten fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»